- προηγιασμένη
- προηγιασμένη , πρό-ἁγιάζωperf part mp fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRAESANCTIFICATORUM Missa — dicitur in Ecclesia Graecorum, quam illi in diebus Quadragesimae ferialibus, exceptis Sabbathis et Dominicis, nec non die Annuntiationis, celebrant, sine consectatione, ut aiunt: consumunt tamen Eucharistiam in praecedenti Dominica consecratam,… … Hofmann J. Lexicon universale
προαγιάζω — ΝΜ 1. καθιστώ κάτι άγιο εκ τών προτέρων, αγιάζω προηγουμένως 2. (η μτχ. ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προηγιασμένα (ενν. δώρα) εκκλ. τα από πριν καθαγιασμένα δώρα τής θείας ευχαριστίας, αυτά που καθαγιάστηκαν σε ειδική λειτουργία 3. φρ. «λειτουργία… … Dictionary of Greek